εὐορκῶ

εὐορκῶ
εὐορκέω
swear truly
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
εὐορκέω
swear truly
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευορκώ — εὐορκῶ, έω (Α [εύορκος] 1. ορκίζομαι σύμφωνα με την αλήθεια, δίνω αληθινό, ειλικρινή όρκο 2. τηρώ τον όρκο μου («ὑμεῑς δέ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῡντες καὶ εὐορκοῡντες κρινεῑτε», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • κατευορκώ — κατευορκῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευορκώ*) ορκίζομαι ειλικρινά, ορθά, σε αντιδιαστολή με το επιορκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐορκῶ «δίνω ειλικρινή όρκο»] …   Dictionary of Greek

  • αληθορκώ — ἀληθορκῶ ( έω) (Α) ορκίζομαι ειλικρινώς (είναι το αντίθετο τού ψευδορκῶ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ορκῶ ( έω) (< ὅρκος) αναλογικός σχηματισμός κατά τα: εὐορκῶ ( έω) < εὔορκος, ψευδορκῶ ( έω) < ψεύδορκος] …   Dictionary of Greek

  • ευόρκωμα — εὐόρκωμα, τὸ (Α) [ευορκώ] πιστός όρκος …   Dictionary of Greek

  • ευόρκωτος — εὐόρκωτος, ον (Α) [ευορκώ] εύορκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”